- παιδεύσῃ
- παιδεύσηι , παίδευσιςprocessfem dat sg (epic)παιδεύωbring upaor subj mid 2nd sgπαιδεύωbring upaor subj act 3rd sgπαιδεύωbring upfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παίδευση — η (ΑΜ παίδευσις) [παιδεύω] 1. εκπαίδευση, αγωγή, παιδεία («Έλληνας καλεῑσθαι τοῡς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας μετέχοντας», Ισοκρ.) 2. το αποτέλεσμα τής εκπαίδευσης, οι γνώσεις, η μόρφωση («οὐ ζηλῶ σε τῆς παιδεύσεως», Αριστοφ.) μσν. φρ. «ἡ σὴ… … Dictionary of Greek
ευμάθεια — η (ΑΜ εὐμάθεια, Α ποιητ. τ. εὐμαθία, ιων. τ. εὐμαθίη) [ευμαθής] 1. ευκολία στη μάθηση και στην κατανόηση, ταχυμάθεια («μεγαλοπρέπεια, εὐμάθεια, μνήμη», Πλάτ.) 2. διάθεση και κλίση για μάθηση, για απόκτηση γνώσεων 3. επιγρ. διδασκαλία, παίδευση … Dictionary of Greek
μυσταγώγημα — μυσταγώγημα, τὸ (Μ) [μυσταγωγώ] 1. μύηση και κατήχηση στα μυστήρια 2. διδασκαλία, παίδευση … Dictionary of Greek
παιδευτικός — ή, ὁ (Α παιδευτικός, ή, όν) [παιδευτής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παίδευση, μορφωτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η παιδευτική η παιδαγωγική νεοελλ. ο σχετικός με ταλαιπωρία, βασανιστικός αρχ. 1. ο σχετικός με τιμωρία, σωφρονιστικός 2. ο… … Dictionary of Greek
προπαίδευση — η / προπαίδευσις, εύσεως, ΝΜΑ [προπαιδεύω] η προπαρασκευαστική παίδευση, η προπαιδεία … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek